Καθώς βρισκόμαστε μπροστά στό μέγα θαῦμα τῆς Θείας κενώσεως καί ἄκρας συγκαταβάσεως τοῦ Θεοῦ γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί τήν ἀνακαίνιση συμπάσης τῆς κτίσεως, ἐξετάζομε τήν δική μας ἀναστροφή καί τήν δική μας πορεία, μετά ἀπό τόσους αἰῶνες, ἀπό τήν σάρκωση τοῦ Θεοῦ, καί φεῦ, διαπιστώνομε ὅτι ἐνῷ «ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος ἐφάπαξ κατά σάρκα γεννηθείς, ἀεί γεννᾶται θέλων κατά πνεῦμα διά φιλανθρωπίαν τοῖς θέλουσι» (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής), ἐμεῖς δέν ἀξιοποιοῦμε τήν ταπείνωση τοῦ Θεοῦ, τήν ἀγάπη καί τήν δωρεά Του.
Δέν θά σταθῶ στά δραματικά γεγονότα, πού ταλαιπωροῦν τόν πλανήτη μας ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρον. Θά ἑστιάσω στόν δικό μας χῶρο, στήν δική μας πατρίδα, ἡ ὁποία εὐλογήθηκε τόσο ἀπό τόν Θεό, ὥστε νά κατέχῃ τήν ἀλήθεια τήν ἀποκεκαλυμμένη ἀπό Αὐτόν, καί στό διάβα τῶν αἰώνων νά φωτίσῃ καί τούς ἄλλους λαούς, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκοντο στό σκότος τῆς ἀγνοίας.
Τώρα, ἄραγε, σέ ποιά κατάσταση εὑρίσκεται ἡ χώρα μας; Ἀξιοποίησε τά δῶρα τοῦ οὐρανοῦ; Ζεῖ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ; Ὑποδέχεται τόν ἐνανθρωπήσαντα Σωτῆρα της ἐν χαρᾷ καί ἀγαλλιάσει;
Πρόκειται γιά ἐρωτήματα πού βασανίζουν τό «εἶναι» μας ἡμέρα καί νύκτα. Πρός ἐνίσχυση λοιπόν τῆς πορείας μας καί πνευματικόν ἐπανεντροχιασμόν, βάζοντας τό χέρι μας «εἰς τόν τύπον τῶν ἥλων», κάνομε ὁρισμένες σωτήριες, πιστεύομε, διαπιστώσεις.
Ἄς στρέψωμε γύρω τήν ματιά μας καί ἄς δοῦμε τήν πραγματικότητα. Ἡ ἴδια ἡ ψυχή μας καί ἡ συνείδησή μας ἀποροῦν, καί μιά ἐσωτερική φωνή ἔρχεται νά μᾶς ξυπνήσῃ, κρούοντας τόν κώδωνα τοῦ κινδύνου. Ἕως πότε τό Ἔθνος μας, τό ὁποῖο ἐνωτίσθη καί ἐδέχθη τό μήνυμα τῆς σωτηρίας, θά βαδίζῃ σέ ἀλλοτρίας ὁδούς; Ἕως πότε θά μένωμε ὡς ὁ ἄσωτος υἱός τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς, μακράν τῆς ἀκενοτομήτου διδασκαλίας τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ; Ἕως πότε θά ζῶμεν ὡς ὑλιστές καί εἰδωλολάτρες, ἔχοντας τοποθετήσῃ στό βάθρο τοῦ Θεοῦ εἴτε τόν ἑαυτό μας, εἴτε τήν ὕλη, εἴτε τήν ἡδονή; Ἔλειψαν δυστυχῶς, ἐν πολλοῖς, οἱ ἄνθρωποι τοῦ καθήκοντος, τῆς ἠθικῆς, τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἀγάπης.
Δέν βλέπετε ὅτι ἡ νεολαία μας, τήν ὁποία θελήσαμε νά ἀναθρέψωμε, τά τελευταῖα ἔτη, μόνο μέ τά ξυλοκέρατα τῆς ὕλης, μακράν τῆς Ὀρθοδόξου καί ἀμωμήτου Πίστεώς μας καί τῶν ἀξιῶν, πάνω στίς ὁποῖες στηρίχθηκε ὅλο τό οἰκοδόμημα τοῦ Ἔθνους μας, δέν βλέπετε ὅτι ἀπεγοητεύθη, ὅτι σήπεται πνευματικῶς, ὅτι κακοπαθεῖ μέσα σέ μιά ἀπομακρυσμένη ἀπό τόν Θεό κοινωνία; Ἡ ἀπογοήτευση αὐτή ὀφείλεται στό ὅτι ὡδηγήσαμε τά παιδιά μας μέσα ἀπό ἀνθρωποκεντρικά καί ὑλιστικά παιδαγωγικά συστήματα στήν ἀπώλεια τῆς ἐλπίδος καί τῆς αἰώνιας ζωῆς.
Πότε, ἀγαπητοί, θά συνέλθωμε; Ἕως πότε θά πλανώμεθα; Πότε θά κατανοήσωμε ὅτι αἰτία τῶν δεινῶν συμφορῶν μας εἶναι ἡ ἀποστασία μας ἀπό τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό;
Ἀδελφοί μου, πολλάκις ὡς Ἀρχιερεύς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἠθέλησα νά περιγράψω τήν κατάσταση στήν ὁποία εὑρισκόμεθα ἐξ αἰτίας τῆς ἀρνήσεως τοῦ Θεοῦ. Καί τό ἔκαμα, ἀλλά μέ συστολή μεγάλη, ὄχι γιά κανένα ἄλλο λόγο, ἀλλά ἔχοντας τήν αἴσθηση ὅτι ἀναγινώσκοντες κάποιοι αὐτές τίς διαπιστώσεις θά ἐπέχαιρον εἰς βάρος μας.
Θεωρῶ ὅμως ὅτι πρέπει νά μιλήσωμε πλέον εἰς βάθος καί μέ τήν γλῶσσα τῆς ἀλήθειας —ὅσο καί ἄν αὐτό μᾶς πονάει— προκειμένου καί τίς πληγές νά θεραπεύσωμε, καί τήν διάδοση τῆς πνευματικῆς νόσου νά ἐμποδίσωμε.
Μελετῶντας τήν Ἁγία Γραφή, διαπιστώνομε ὅτι πρό πάσης ἀνορθώσεως, προηγήθη ὁ ἔλεγχος καί ἡ προφητική φωνή τῆς Ἐκκλησίας. Ἐξ ἄλλου ὁ ἴδιος ὁ Κύριος παραγγέλλει διά τοῦ Ἀποστόλου του: «Ἔλεγξον, ἐπιτίμησον, παρακάλεσον» (Πρός Τιμόθ. Β’, δ’, 2).
Σπεύσατε καί ἀνοίξατε τίς σελίδες τῆς ἱστορίας. Θά διαπιστώσετε ὅτι τό Ἔθνος μας, ὁσάκις εἶχε ἐστραμμένα τά μάτια πρός τόν ἕνα καί μόνο ἀληθινό Θεό, ἦτο κραταιό καί δυνατό. Ὁσάκις ὅμως ἐμετεωρίσθη ὁ νοῦς του, τότε ἔχασε τόν προορισμό του, τήν ἐλπίδα του, τήν ἐμπιστοσύνη ἀκόμη καί στόν ἴδιο τόν ἑαυτό του. Ἄρχισε νά βυθίζεται. Ἀλλ’ εὐτυχῶς, τήν ὥρα ἐκείνη, ὡς ἄλλος Πέτρος καταποντιζόμενος εἰς τήν θάλασσα, ἐβόησε πρός τόν παντοδύναμο Θεό, γνωρίζοντας ἐνδομύχως ὅτι μόνον Αὐτός δύναται νά προσφέρῃ τήν λύτρωση καί τήν σωτηρία: «Κύριε βοήθει μοι».
Καί ἡ ἀπάντηση ἦτο ἄμεση, μέ τήν γλυκυτάτη φωνή τοῦ Κυρίου μας: «Ὀλιγόπιστε, εἰς τί ἐδίστασας;» (Ματθ. ιδ’, 31). Γιατί ὀλιγοπίστησες; Γιατί ἔχασες τήν ἐλπίδα σου; Σέ ἄφησα ποτέ νά καταποντισθῇς, νά ἐξαφανισθῇς;
Γι’ αὐτό ἄς μή ἀπελπιζώμεθα, ἀδελφοί. Τά παθήματά μας πιστεύω ὅτι ἤδη ἄρχισαν νά γίνωνται μαθήματα. Ἀρκετά περιπλανηθήκαμε στίς χῶρες τίς ἄβατες καί ἄνυδρες. Ἀρκετά ἀδικήσαμε τόν ἑαυτό μας, ὑποτιμῶντας τήν θεοειδῆ καί θεοσφράγιστη ὕπαρξή μας. Τό λοιπόν ἀδελφοί, «καιρός τοῦ ποιῆσαι τῷ Κυρίῳ» (Ψαλμ. 118. 126). Ἡ ψυχή μας ἀναζητᾷ τόν Σωτῆρα της. Γνωρίζει ὅτι ὁ Σαρκωθείς Θεός ἀναμένει ἐν χαρᾷ καί ἀγαλλιάσει νά τοῦ προσφέρωμε τά δῶρα μας. Ἐπιμένει νά τοῦ δώσωμε τούς θησαυρούς μας. Καί ἰδού, ἱστάμεθα ἐνώπιον τοῦ σαρκί φανέντος Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, καί ἀκούομε τό ἐρώτημά Του, ὅπως ὁ Ἅγιος Ἱερώνυμος: «Παιδιά μου, τί θά μοῦ προσφέρετε σήμερα τήν ἡμέρα τῆς γεννήσεώς μου;». Ἐμεῖς ἀπαντᾶμε ὅπως ὁ Ἅγιος: «Κύριε τί θά μπορούσαμε νά σοῦ δώσωμε; ... δέν ἔχομε τίποτε». Ἀλλά Ἐκεῖνος ἐπιμένει: «Καί ὅμως ἔχετε κάτι πού μπορεῖτε καί πρέπει νά μοῦ τό δώσετε... τίς ἁμαρτίες σας. Αὐτό εἶναι τό καλύτερο δῶρο γιά μένα. Δῶστε μου τίς ἁμαρτίες σας, γιά νά τίς συγχωρήσω ὅλες».
Ἄς προχωρήσωμε ἀδελφοί, ἄς πλησιάσωμε μαζί μέ τούς Ποιμένες καί τούς Μάγους τῆς Ἀνατολῆς, μαζί μέ ὅλους ὅσοι στό διάβα τῶν αἰώνων ἔφτασαν ἐνώπιόν Του καί κατέθεσαν τόν ἀτίμητο θησαυρό τῆς ψυχῆς τους. Ἄς προχωρήσωμε ὡς πρόσωπα, ὡς οἰκογένειες, ὡς Κοινωνία, ὡς Ἔθνος.
Ἀκούετε, ἀδελφοί μου, τήν γλυκυτάτη φωνή Του; Εἶναι τόσο γνώριμη σέ μᾶς: «Υἱέ μου, δός μοι σήν καρδίαν» (Παροιμ. κγ’. 26). Μή δειλιῶμεν∙ ἄς τοῦ ἀπαντήσωμε ὁ καθείς μέ σπουδή καί πόθο: «Κύριε λάβε τήν καρδία μου καί ἅγνιζε, καί κάθαρε, καί ρύθμιζε αὐτήν».
Σᾶς ἀσπάζομαι ὅλους πατρικά καί σᾶς εὔχομαι ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς μου,
Χρόνια Πολλά καί Εὐλογημένα!
Πανευφρόσυνα Χριστούγεννα!
Καλή Πρωτοχρονιά!
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
Λόγοι Πατέρων